φενακισμός

φενακισμός
φενᾱκ-ισμός, ,
A cheating, quackery, imposition, D.24.194, Jul.Ep.202: freq. in pl., Ar.Eq.633, D.5.10, Din.1.92.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φενακισμός — φενακισμός, ο και φενάκισμα, το, ατος και φενάκιση, η απάτη, εξαπάτηση: Δικάστηκε για τους φενακισμούς του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φενακισμός — φενᾱκισμός , φενακισμός cheating masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φενακισμός — ο, ΝΜΑ [φενακίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φενακίζω, εξαπάτηση, παραπλάνηση …   Dictionary of Greek

  • φενάκισμα — το, ΝΜΑ [φενακίζω] φενακισμός …   Dictionary of Greek

  • φενάκισμα — το, ατος βλ. φενακισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φενακισμοῖς — φενᾱκισμοῖς , φενακισμός cheating masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φενακισμοῖσιν — φενᾱκισμοῖσιν , φενακισμός cheating masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φενακισμοί — φενᾱκισμοί , φενακισμός cheating masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φενακισμοῦ — φενᾱκισμοῦ , φενακισμός cheating masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φενακισμούς — φενᾱκισμούς , φενακισμός cheating masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φενακισμῶν — φενᾱκισμῶν , φενακισμός cheating masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”